- ἀντίζηλος
- ἀντίζηλοςrivalmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίζηλος — ο, η (Α ἀντίζηλος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε αμοιβαία αντίθεση με κάποιον επειδή και οι δύο διεκδικούν το ίδιο πράγμα 2. ο αντίπαλος νεοελλ. αντεραστής, αντεράστρια … Dictionary of Greek
αντίζηλος — η, ο επίρρ. α ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντεραστής: Τέτοιον αντίζηλο δεν περίμενε να βρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιζήλου — ἀντίζηλος rival masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιζήλους — ἀντίζηλος rival masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιζήλων — ἀντίζηλος rival masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίζηλοι — ἀντίζηλος rival masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίζηλον — ἀντίζηλος rival masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… … Dictionary of Greek
ανθάμιλλος — ἀνθάμιλλος, ον (Α) ανταγωνιστής, αντίζηλος, αντίπαλος … Dictionary of Greek
αντέραμαι — ἀντέραμαι (Α) είμαι ερωτικός αντίζηλος κάποιου … Dictionary of Greek